- χυδαιολόγος
- -α, -οαυτός που χρησιμοποιεί χυδαία γλώσσα, αισχρολόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χυδαιολόγος — ο, Ν άτομο που μιλάει χυδαία, που χρησιμοποιεί απρεπείς και άσεμνες εκφράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αισχρολόγος — ο (Α αἰσχρολόγος) αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ νεοελλ. αισχρολογικός] … Dictionary of Greek
σκατολόγος — α, ο, Ν αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του ή στα γραπτά του χυδαίες λέξεις και εκφράσεις, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + λόγος*] … Dictionary of Greek
χυδαιολογώ — έω, Ν 1. μιλώ χυδαία, χρησιμοποιώ χυδαίες εκφράσεις 2. (παλ. τ.) μιλώ και γράφω στη δημοτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαιολόγος. Η λ., στον λόγιο τ. χυδαιολογέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1873 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek